Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ)

Λονδίνο, Great Russell Street, 28.
Κυριακή 21 Δεκεμβριού 2010.
Καιρός: παγερός περίπου 2ο C.
Έξω ο κρύος άνεμος στριφογύριζε μανιασμένα. Νεκρική σιγή. Κανείς δεν περπατούσε στο δρόμο. Σα να βρισκόσουν σε στοιχιωμένη πόλη που την είχαν ξεχάσει ακόμη και τα στοιχειά της. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το σύρσιμο των φύλλων πάνω στην άσφαλτο και μάταια προσπαθούσαν να βρουν ένα ζεστό μέρος να χολιάσουν. Τα πιο τυχερά από αυτά στιβάχτηκαν μπροστά στην πόρτα του τετραόροφου μουσείου, που παρά τους λίγους ορόφους, πρόβαλε γιγάντιο, μεγαλειώδες σα μεσαιωνικός πίνακας.
Ανατρίχιασε η πόλη καθώς έκλεινε η μεγάλη κεντρική πύλη του μουσείου και ακούστηκε το τρίξιμο απο τους μεντεσέδες. Κι ενώ περίμενες το Δράκουλα του Stoker να εμφανιστεί, ξεπετάχτηκε ένας...απλός θυρωρός απογοητεύοντας τους λάτρεις του είδους.
Ξεκίνησε να κλειδώνει τις πόρτες του ισογείου. Ομολογουμένως πολλές πόρτες. Ασφάλισε τις αίθουσες της αρχαίας Αιγύπτου, συνέχισε στη Μέση Ανατολή και έφτασε στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη. Τον περίμενε πολλή δουλειά ακόμη. Πολλές πόρτες που πίσω από την κάθε μία ξεπρόβαλε μια ιστορία. Είναι από τις λίγες φορές που ολόκληρη η γη, μαζί με όλους της τους αιώνες, στεγάζεται εντός τοίχων και για να ακριβολογούμε εντός πάρα πολλών τοιχών.
Τα βήματα του μόλις είχαν απομακρυνθεί από την αίθουσα δεκαοκτώ του ισογείου. Πήρε τον ανηφορικό δρόμο να ελέγξει και τους παραπάνω ορόφους. Και το ισόγειο έμεινε αθόρυβο, ακίνητο, μοναχό του. Σχεδόν αθόρυβο, σχεδόν ακίνητο, σχεδόν μοναχό του.

- Ε!! κάνε λίγο πιο κει!
- Ε; Πώς; Ποιός μίλησε;
- Εγώ κύριε! Μα στραβός είσαι; Δε βλέπεις πως μ’ έχεις στριμώξει;
Γύρισε το πολύ όμορφα σμιλεμένο, μαρμάρινο κεφάλι του προς τη μεριά που ακουγόταν η φωνή αλλά δε μπορούσε να δει τίποτα. Και σαστισμένος ξανάπε.
- Μα δε βλέπω! Ποιος μίλησε;
- Εγώ!
Και τι να δει; Μια κολόνα! Γούρλωσε τα μαρμαρένια του μάτια! Αν είναι ποτέ δυνατό!
- Τι έπαθες εξυπνάκια; Δεν έχεις ξαναδεί κολόνα να μιλάει;
- Εεε...για να πω την αλήθεια όχι. Είπε διστακτικά.
- Δηλαδή θες να μας πείς ότι σου κάνει εντύπωση μια κολόνα που μιλάει ενώ το ότι μιλάει ένα άγαλμα και μάλιστα αρχαίο σου φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό!
- Έχω ξαναδεί αγάλματα να μιλάνε. Με κολόνα μου συμβαίνει πρώτη φορά.
- Είδες; αποκρίθηκε η κολόνα, όσο ζεις μαθαίνεις. Αλλά τώρα κάνε λίγο πιο κει, έχεις πέσει όλος πάνω μου. Καλά ήμουν τόσο χρόνια ήρεμος! Δε μου ‘φτανε το γαργαλητό από τις καθαρίστριες κάθε πρωί, τώρα θα ‘χω και σένα; Από πού ξεφύτρωσες εσύ; Νόμιζα ότι είχαμε τελειώσει με τις μετακομίσεις.
- Με έφεραν σήμερα, απάντησε το άγαλμα. Ήμουν στο εργαστήρι. Με έφτιαχναν γιατί λέει κάτι είχα στο χρώμα μου.
- Καλά το χέρι σου δεν το είδαν ότι λείπει, το χρώμα τους πείραξε; Ρώτησε περιπεκτικά η κολόνα.
- Για το χέρι δε μπορούσαν να κάνουν κάτι…άλλωστε απ’ ότι βλέπω είναι της μόδας, είπε το άγαλμα και κοίταξε ολόγυρά του.
- Και πώς σε λένε φιγουρίνι; ρώτησε η κολόνα.
- Επίτρεψέ μου να συστηθώ. Αγαλμάτιος ο Ε’. Θα σου’δινα το χέρι μου αλλά όπως βλέπεις μου λείπουν και τα δύο, αποκρίθηκε και κοίταξε με λύπη τα άκρα του................



ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΟΥΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου