Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ)

(Συνέχεια από το προηγούμενο)

(Δεύτερη συνεχεια)


- Νομίζω εκεί γύρω στο 1938 ξεκίνησαν οι υπάλληλοι τον καθαρισμό μας. Όντας αδαείς, νόμιζαν ότι η οξείδωση της επιφάνειας των μαρμάρων ήταν βρωμιά και ξεκίνησαν να τα πλενουν με νερό, σαπούνι και αμμωνία. Όταν είδαν ότι η «βρωμιά» δεν έφευγε πήραν χάλκινα εργαλεία (εγώ τα λέω χάλκινα όπλα) και άρχισαν το σκάλισμα με αποτέλεσμα να υποστούμε σοβαρές βλάβες. Άσε που είδα και τη δόλια την Καρυάτιδα μέσα σε σακούλα σα μούμια, κάτι που επιταχύνει τη διαδικασία της διάβρωσης. Αυτά όλα στα εξιστορώ όχι για να κάνω τον έξυπνο αλλά γιατι τελικά αν κάνει λάθος η Ελλάδα το θυμούνται όλοι μια ζωή και μας σταυρώνουν. Αν κάνει λάθος οποιοσδήποτε άλλος κουκουλώνουμε την αλήθεια.
Οι νομοι είναι σαν τον ιστό της αράχνης. Οι μικρές μύγες πιάνονται, αλλα οι μεγάλες τον σκίζουν και φεύγουν.
- Δικό σου αυτό το ρητό Αγαλμάτιε;
- Όχι, ενός φίλου.
- Tελοσπάντων, δε ξέρω τι πιστεύεις εσύ, όμως άλλοι θα σκότωναν για να είναι στη θέση που είσαι εσύ τώρα!
- Εμένα με σκότωσαν για να είμαι εδώ.
- Τι εννοείς; ρώτησε ο Κολόνιος.
Ο Αγαλμάτιος ξεκίνησε να αφηγείται τι έγινε εκείνη τη νύχτα...
- Το βράδυ που με πήραν από το σπίτι μου, η νύχτα εκείνη για μας, για την Αθήνα, ήταν το βατερλό μας, το ολοκαύτωμά μας.
- Μήπως υπερβάλλεις; Εγώ ξέρω ότι σας πήραν για να σας σώσουν από τη βαναυσότητα των Οθωμανών.
- Δεν τα ξέρεις πολύ καλά αγαπητή μου κολόνα μάλλον τα γεγονότα. Δεν ήσουν εκεί. Εγώ όμως ήμουν. Ακόμη αντηχούν στα αυτιά μου οι εκκωφαντικοί ήχοι από εκείνη την νύχτα.
Μπήκαν στην πύλη του σπιτιού μας και ξήλωσαν μία απο τις Καρυάτιδες. Βούτηξαν την αδερφή μου απο τα μαλλιά και την έσυραν στο δρόμο. Εκείνη έκλεγε και ούρλιαζε με το χώμα και τα δάκρυα να γίνοται λάσπη πάνω στο πρόσωπό της αλλά δε σταματούσαν να της φέρονται σα ζώο. Την φόρτωσαν κακήν κακώς σε ένα φορτηγό και επέστρεψαν να συνεχίσουν το μακάβριο έργο τους. Τώρα ήταν η σειρά των αλόγων του Ήλιου να ζήσουν βιαιοπραγίες. Ποιος να το περίμενε ότι αυτά τα ανέμελα ζώα με την ελευθερία να ανεμίζει ανάμεσα στη χαίτη τους, ότι θα στοιβάζονταν σαν άχρηστα δέματα. Οι δουλευτάδες του Έλγιν κατάφεραν να κάνουν αυτό που ούτε ο άνεμος δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε. Να τα αιχμαλωτήσουν.
Η Δήμητρα και η Περσεφόνη απαγχονίστηκαν. Νομίζω είδα μέχρι και αίμα να στάζει πάνω στο μάρμαρο. Δάκρυα είδα σίγουρα. Ο κατάλογος των θυμάτων μακρύς. Άνθρωποι, ζώα, θεοί. Όλοι. Τι κατάλαβαν; Και η Βρετανία και η Αθήνα μισά τα ‘χουν.
- Εσύ; ρώτησε η κολόνα που είχε ήδη γλυκάνει την όψη της. Είχε ανατριχιάσει και σείστηκε για λίγο το μουσείο από την περιγραφή.
- Εγώ... Εμένα με πήραν από τους τελευταίους. Φοβόμουν. Είχε έρθει η σειρά μου. Κρατούσα έναν κάνθαρο στο χέρι να πίνω το κρασί μου. Με σήκωσαν. Αντιστάθηκα, πάλεψα, ούρλιαζα να μ’ αφήσουν. Πάλεψα σαν Έλληνας, αλλά ήταν πολλοί. Πάνω στη μάχη μου έκοψαν τις παλάμες μου. Πόνεσα.. Και για τα χέρια μου και για το κρασί μου. Έτσι ακρωτηριασμένος και καταβεβλημένος παρέδωσα τα όπλα. Δεν είχα άλλο κουράγιο. Απομακρυνόμουν και είχα στραμμένο το κεφάλι μου στους υπολοίπους, αυτούς που άφησα πίσω. Με χαιρετούσαν και έκλαιγαν. Σπάραζα. Μια καρυάτιδα που ήμασταν φίλοι από παιδιά μου φώναξε δυνατά κλαίγοντας:
- ‘Αγαλμάτιε μη μας ξεχάσεις και μnν ξεχαστείς, το σπίτι σου είναι εδώ!’.....................

Η συνέχεια αύριο



Γράφτηκε από την Ανθούλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου